-
1 περι-ΐστημι
περι-ΐστημι (s. ἵστημι), 1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασϑέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ ϑηρία, 1, 85, 7; πόλεμον πανταχόϑεν, 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῠτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3, 8, 2; τοῠ κεραυνοῠ τὴν ἀσϑένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταϑ' ὅμιλος, Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῠμα περιστάϑη, Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωϑεν πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασϑαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingerathen, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῠτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασϑαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῠν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῠσα ἡμῶν τοῠ κοινοῠ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχϑειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ ϑρηνοῠσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνϑάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόϑεν ἄλλοϑεν τὴν σωτηρίαν γενέσϑαι, Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηϑείας δεήσεσϑαι δοκοῠσιν, αὐτοὺς βοηϑεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῠτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσϑαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προςεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥςπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
-
2 περιΐστημι
περι-ΐστημι, (1) act., herumstellen, herumsetzen, um etwas; umsetzen, verändern; (2) sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, damit so viele sich nicht um mich einen herumstellen, mich umzingeln; umgeben, rings umstehen; βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind; κῠμα περιστάϑη, eine Woge wurde herumgestellt; περιίστασϑαι τὸν λόφον, umzingeln; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die einen bedrohen, oder in die er geraten ist, so daß sie ihn rings umgeben; (3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingeraten, sich zum Schlechten ändern, um schlagen; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; (4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden; auch geradezu = fürchten, mit μή construiert Nahe bevorstehen -
3 περιίστημι
A. in the trans. tenses (with [tense] pf.περιέστᾰκα Pl. Ax. 370d
), place round,π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108
, etc.;π. στήλην τινί Hdt.3.24
;π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.Ti. 78c
;στράτευμα περὶ πόλιν X.Cyr.7.5.1
: metaph.,π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123
;κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7
;π. ἀγῶνάς τισι Plu.Comp.Ag.Gracch.5
.2 bring round,ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1304a33
;εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.Ax.
l.c. ; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε .. Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c ; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε .. Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82 ;π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2
; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn.7.3.5 ; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.Ep.2p.51U.; transfer,π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20
;π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3
.II in [tense] aor. 1 [voice] Med., place round oneself,ξυστοφόρων κύκλον X.Cyr.7.5.41
;φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.BC3.4
.B [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2 ([tense] aor. 1, v.infr. 2), [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act. :— stand round about,περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532
; κῦμα περιστάθη a wave rose around ([dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.), Od.11.243 ;περιστῆναι περί τι Pl.Ti. 84e
; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib. 76b ; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho6.14 ;ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG42(1).123.25
(Epid.).2 c. acc. objecti, encircle, surround,χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603
; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356 ; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί ([dialect] Ep. [ per.] 3pl. subj. [tense] aor. 2 for - στῶσι ) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50 ; soπεριστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt.1.43
, cf. 9.5, A.Fr. 379, Pl.R. 432b;π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X.Cyr.3.1.5
: metaph.,τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10
, cf.7.70 ;τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162
; ;διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137
;φόβος π. τινά Th.3.54
, cf. D.18.195.3 c. dat.,περιισταμένους τῇ κλίνῃ Pl.Lg. 947b
: mostly metaph., come round to one,ἡμῖν.. ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76
;τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60
; ;πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340
; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of circumstances, mostly bad,τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32
, cf. Epicur.Sent.38 ;οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7
.II come round, revolve, ; of winds,ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.Mete. 365a6
; of Time,περιισταμένης τῆς ὥρας Thphr.CP2.11.2
, cf. Hp.Nat.Hom.7.2 come round to, devolve upon, ;νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18
; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).3 of events, come round, turn out, esp. for the worse,ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.Coac. 471
(but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο became dropsical, Id.Epid.3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Th.4.12 ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.Men. 70c ; ; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι come to be dependent on chances, Th.1.78 ; , cf. 3.9 ;τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111
, cf. 37.10 ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε .. Isoc.8.59, cf. 5.55 ; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε .. Lycurg.3 : c. inf.,περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218
, cf. Pl.Mx. 244d : c. part.,περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32
.III later, go round so as to avoid, shun,τὰς ἁμαρτίας Phld.Rh.1.384
S.;τὴν ὁμιλίαν J.AJ 1.1.4
;κύνας Luc.Herm.86
(though he censures this usage, Sol.5), cf. Gal.UP10.14, Porph.Abst.4.7, etc.;τὸν κίνδυνον Iamb.VP33.239
; τὸ μοναρχικόν ib.31.189 ;τὴν ἀφροσύνην S.E.M.11.93
;κενοφωνίας 2 Ep.Ti.2.16
;τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4
;τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59
; π. μὴ .. to be afraid lest.., J.AJ4.6.12; sneak round, Phld.Rh.1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς Mitteis Chr. 88iv 11 (ii A.D.):—so in [voice] Pass., (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιίστημι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий